- κοιτώνας
- ουπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… … Dictionary of Greek
κοιτῶνας — κοιτών bed chamber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμάτιο — το (AM δωμάτιο) [δώμα] καθένας από τους χώρους στους οποίους χωρίζεται το εσωτερικό σπιτιού νεοελλ. ναυτ. μεγάλος θάλαμος πλοίου που χρησιμεύει ως κοιτώνας τών κατώτερων βαθμοφόρων αρχ. μσν. στον πληθ. δώματα ταράτσες σπιτιού αρχ. 1. κατοικία 2.… … Dictionary of Greek
ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… … Dictionary of Greek
κοιτωνίσκος — ο (Α κοιτωνίσκος) νεοελλ. (στα πλοία) μικρό δωμάτιο ύπνου τών επιβατών, καμπίνα αρχ. μικρός κοιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ορμ ίσκος)] … Dictionary of Greek
κουβίκουλο(ν) — το (Μ κουβίκουλον) 1. νεκρικός θάλαμος με σχήμα θολωτού τάφου στις κατακόμβες, κουβούκλιο 2. (στο Βυζάντιο) α) ο κοιτώνας τού αυτοκράτορα β) το αυτοκρατορικό θεωρείο στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. cubo «κείμαι)] … Dictionary of Greek
κουβικουλαρία — κουβικ(ου)λαρία και κουβικουλάρισσα, ἡ (Μ) (αυλικός τίτλος) η αρχιθαλαμηπόλος, η παρακοιμωμένη, η κυρία τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubicularia < λατ. cubiculum «κοιτώνας, δωμάτιο»] … Dictionary of Greek